- ἡμίγραμμον
- ἡμί-γραμμον, τό, (A
γράμμα 11.5
) half a scruple, Hippiatr.22.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γράμμα 11.5
) half a scruple, Hippiatr.22.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ημίγραμμον — ἡμίγραμμον, τὸ (Μ) μισό γράμμα* βάρος ίσο με τον οβολό … Dictionary of Greek
ἡμίγραμμον — half a scruple neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek